- ἐκκαρπεύομαι
- ἐκκαρπ-εύομαι,A = ἐκκαρπόομαι, PPetr.2p.143 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκκαρπούμαι — ἐκκαρποῡμαι ( όομαι) και ἐκκαρπεύομαι (Α) 1. συγκεντρώνω, απολαμβάνω τους καρπούς 2. εξαντλώ … Dictionary of Greek